- διακονεύω
- διακόνεψα, ζητιανεύω, επαιτώ: Πολλοί από τους ανθρώπους που διακονεύουν είναι γέροντες χωρίς σύνταξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διακονεύω — διακονεύω, διακόνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακονεύω — και διακονάω και διακονίζω [διακονιά] 1. ζητιανεύω, επαιτώ 2. ζητώ με παρακάλια … Dictionary of Greek
αδιακόνευτος — η, ο [διακονεύω] αυτός που έγινε ή αποκτήθηκε χωρίς διακονιά, χωρίς ζητιανιά, ο αζητιάνευτος … Dictionary of Greek
αμφιπολεύω — ἀμφιπολεύω (Α) [ἀμφίπολος] (επικ. ρ. συνήθως στον ενεστ.) 1. υπηρετώ κάποιον ή κάτι ως δούλος, περιποιούμαι, φροντίζω 2. (για ιερείς και ιέρειες) υπηρετώ, διακονεύω 3. διασχίζω (οὐρανόν, δόμον) … Dictionary of Greek
διακονίζω — και διακονίζομαι (Μ διακονίζω) διακονεύω, ζητιανεύω … Dictionary of Greek
διακονώ — (AM διακονῶ, έω Α και ιων. τ. διηκονέω) 1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον 2. είμαι διάκονος στην εκκλησία 3. παρέχω βοήθεια, ελεώ μσν. νεοελλ. διακονεύω, ζητιανεύω αρχ. μσν. 1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον 2. διακονοῡμαι εξυπηρετώ … Dictionary of Greek
διακόνεμα — το [διακονεύω] η διακονιά* … Dictionary of Greek
επαιτώ — μτβ. και αμτβ. 1. ζητώ ελεημοσύνη, ζω με επαιτεία, ζητιανεύω, διακονεύω. 2. μτφ., εκλιπαρώ κάποιον για κάτι, ζητώ κάτι επίμονα ως χάρη, ως ελεημοσύνη (όπως ο ζητιάνος): Επαιτώ ένα μόνο φιλί σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακάλεση — η παρακάλεσμα, παράκληση, παρακάλι: Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωμοζητώ — και ψωμοζητάω ζητιανεύω, διακονεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)